-
1 εισφορα
староатт. ἐσφορά ἥ тж. pl.1) взнос, платеж(χρημάτων Xen., Plat.; τελῶν Arst.)
2) налог, подать(εἰσφορὰς εἰσφέρειν Thuc., Lys.)
3) вклад Xen. -
2 χρημα
- ατος τό [χράομαι I]1) вещь, предмет или дело (в переводе часто опускается или заменяется местоимением указательным или неопределенным, конкретным существительным и т.п.)σπουδαῖον χ. HH. — серьезное дело, важный вопрос;
εἴ τοι χ. ἄλλο γένοιτο Hes. — если с тобой что-л. случится, πρῶτον χρημάτων πάντων Her. прежде всех (других) дел, прежде всего;κινεῖν πᾶν χ. Her. — пустить в ход все;δεινὸν χ. ποιεῖσθαί τι Her. — считать нечто ужасным;κοῖόν τι χ. ἐποίησας ; Her. — что ты наделал?;ἐς ἀφανὲς χ. ἀποστέλλειν τινά Her. — посылать кого-л. без определенной цели;τί χ. ; Trag., Plat. — что такое?, что именно?;ὑὸς χ. μέγιστον Her. — громаднейший кабан;ἦν τοῦ χειμῶνος χ. ἀφόρητον Her. — буря была невыносимая;τὸ χ. τῶν νυκτῶν ὅσον ἀπέραντον! Arph. — что за нескончаемые ночи!;χ. θηλειῶν Eur. — женский пол, женщины;σοφόν τοι χρῆμ΄ ὥνθρωπος! Theocr. — ну и умное же создание - человек!;χ. θαυμαστὸν γυναικός Plut. — удивительная женщина;σμικρὸν τὸ χ. τοῦ βίου Eur. — жизнь - штука (вещь) короткая2) в знач. множество, массаχ. πολλὸν νεῶν Her. — множество кораблей;
ὅσον τὸ χ. ἦλθε! Arph. — что за огромная толпа прибыла!;σφενδονητῶν πάμπολύ τι χ. Xen. — несметное множество пращников3) pl. материальные блага, имущество, добро(χρήματα πατρώϊα Hom. и πατρῷα Aesch.; σκεύη καὴ χρήματα Thuc.; τρόβατα καὴ ἄλλα χρήματα Xen.; χρήματα καὴ κτήματα Isocr.)
οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες NT. — имущие, богачи;χρημάτων πένης Eur. — неимущий, бедный;χρημάτων κρείσσων или ἄδωρος Thuc. — бескорыстный, неподкупный4) преимущ. pl. деньги, средстваεἴρετο ἐπὴ κόσῳ ἂν χρήματι …οἱ δὲ ἐπ΄ οὐδενὴ ἔφασαν Her. — он спросил, за сколько денег …;
— они же ответили, что ни за какие деньги;ζημιοῦσθαι χρήμασι Plat. — подвергаться денежному штрафу;μήτε χρημάτων φειδόμενος μήτε πόνων Plat. — не щадя ни средств, ни трудов5) pl. товар(ы)(χρήματα ἐμπόρων Thuc.; τὰ χρήματα εἰς τὰ πλοῖα ἐνθέσθαι Xen.)
6) pl. долги(τὰ χρήματα διαλῦσαι Dem.)
7) pl. подати, налоги(χρημάτων εἰσφορά Plat.)
См. также в других словарях:
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
συνδρομή — η, ΝΜΑ 1. συρροή, συσσώρευση (α. «συνδρομή δυσμενών συγκυριών» β. «ἐφάνη συνδρομή τις ἀγαθῶν», Στράβ.) 2. ιατρ. άθροισμα συμπτωμάτων, σύνδρομο νεοελλ. 1. περιοδική χρηματική συνεισφορά που καταβάλλεται από κάποιον με σκοπό την ενίσχυση ενός έργου … Dictionary of Greek
φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek